Αντίο, συνοδευτικά: Οι Γερμανοί αλλάζουν διατροφή
Για να λάβει κανείς πλέον "συνοδευτικό" στο κυρίως πιάτο του πρέπει να πληρώσει έξτρα. Στη Γερμανία παρατηρείται μία τεράστια αλλαγή κουλτούρας στη γαστρονομία.
Mπράτβουρστ, πατάτες και λάχανο - ένα κλασικό γερμανικό πιάτο
Μια φορά κι έναν καιρό στη Γερμανίαμπορούσε κανείς να παραγγείλει... Σνίτσελ, σπαράγγια και τηγανητές πατάτες. Ή: Κότσι, ξινολάχανο και βραστές πατάτες. Με άλλα λόγια, ένα σωστό, τυπικό γερμανικό ζεστό γεύμα αποτελούνταν συνήθως από τρία συστατικά: Κρέας ή ψάρι, λαχανικά ως πρώτο συνοδευτικό και υδατάνθρακες ως δεύτερο συνοδευτικό. Τα δεδομένα ωστόσο πλέον φαίνεται να αλλάζουν στα σύγχρονα μενού.
Οι πολιτισμικές αλλαγές και η επιρροή τους στην κουζίνα
Ένα σωστό, τυπικό γερμανικό ζεστό γεύμα αποτελούταν συνήθως από τρία συστατικά
Ερευνα της Civey αποκάλυψε πρόσφατα ότι σχεδόν οι μισοί ενήλικες στη Γερμανία τρώνε σπανιότερα έξω πλέον - από τότε δηλαδή που σημειώθηκε αύξηση του ΦΠΑ και άγγιξε το 19% στα εστιατόρια. Και αν διαβάσει κανείς πλέον τον κατάλογο σε αρκετά εστιατόρια θα δει ότι αρχίζει να εδραιώνεται το "έξτρα" συνοδευτικό, κατά το παράδειγμα των ακριβών εστιατορίων στις ΗΠΑ.
Φυσικά, εκατομμύρια άνθρωποι εξακολουθούν να προτιμούν το πιάτο τους "παραδοσιακό". Και φυσικά πολλά εστιατόρια εξακουλουθούν να τα σερβίρουν Ωστόσο συχνά οι νέοι πλέον έχουν άλλες προτιμήσεις. Το μοντέρνο, καθημερινό φαγητό σερβίρεται συχνά σε βαθύ πιάτο - κάτι που συνηθίζεται παρεμπιπτόντως σε αρκετές κουζίνες, όπως στην ασιατική και αραβική.
Είναι το σνίτσελ με πατάτες και σαλάτα εκτός μόδας;
Μενού σε... αμερικάνικο στυλ, με τα συνοδευτικά να χρεώνονται έξτρα και στη Γερμανία
Η κοινωνία έχει αλλάξει από τότε αρκετά, ωστόσο ένα πράγμα παραμένει σημαντικό: Το τι τρώει και τι δεν τρώει κανείς – από τη χορτοφαγία μέχρι την ωμοφαγία και την αποκήρυξη προϊόντων με γλουτένη ή λακτόζη… Το σύνθημα φαίνεται να αγγίζει πλέον τα όρια του κυνισμού: «Αφού δεν μπορώ να αλλάξω τον κόσμο, ας αποφασίσω τουλάχιστον για το τι θα βάλω στο πιάτο μου», συνοψίζει ο επιστήμονας από το Ρέγκενσμπουργκ.
Επιμέλεια: Χρύσα Βαχτσεβάνου
Κείμενο: Γκρέγκορ Τολ, dpa